- μαγῳδία
- μᾰγῳδία, ἡ,A rude pantomime, Aristox.Fr.Hist.58:—also [full] μαγῳδή, Hsch.: hence [suff] μαγ-ῳδός, ὁ, performer in such pieces, Str.14.1.41, Ath. 14.621c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαγῳδία — μαγῳδίᾱ , μαγῳδία rude pantomime fem nom/voc/acc dual μαγῳδίᾱ , μαγῳδία rude pantomime fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγωδία — μαγῳδία και, κατά τον Ησύχ., μαγῳδή, ἡ (Α) [μαγωδός] 1. είδος άσεμνης κωμικής παράστασης, παντομίμας, που συνοδευόταν από τύμπανα και κύμβαλα 2. η τέχνη, το παίξιμο τού μαγωδού 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῳδή ὄρχησις ἁπαλή» … Dictionary of Greek
μαγῳδίαν — μαγῳδίᾱν , μαγῳδία rude pantomime fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CINAEDOLOGIA — species erat Mimicae Veterum Poeseos. in qua Cynaedorum mores exprimebantur ac repraesentabantur: continebat enim, ut Suidas habet, μίμησιν ἀγωγῆς τῆς παρὰτοῖς κιναίδοις διαλέκτων καὶ τῆς ἠθοποιίας. Et quidem Sotadem primum auspicatum esse τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… … Dictionary of Greek